- θεριστικά
- θεριστικόςofneut nom/voc/acc plθεριστικά̱ , θεριστικόςoffem nom/voc/acc dualθεριστικά̱ , θεριστικόςoffem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεριστικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με το θερισμό: Θεριστική μηχανή. 2. αυτός που προκαλεί το θάνατο σε πολλούς μαζί: Θεριστική βολή. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., θεριστικά έξοδα του θερισμού: Μου χρωστάει ακόμη τα θεριστικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θέριστρα — θέριστρα, τὰ (Α) τα έξοδα τού θερισμού, τα θεριστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερίζω + επίθημα τρα, πληθ. τού τρον (πρβλ. δίδακ τρα, εύρε τρα)] … Dictionary of Greek
θεριστικός — ή, ό (ΑΜ θεριστικός, ή, όν) [θεριστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θερισμό, ο χρήσιμος για θερισμό («θεριστική μηχανή») νεοελλ. 1. αυτός που εξολοθρεύει, που αποδεκατίζει («θεριστική βολή» η βολή που γίνεται με διαδοχικές γρήγορες… … Dictionary of Greek